αθωος

αθωος
    ἀθῷος
    ἀ-θῷος
    2
    1) освобожденный от наказания, ненаказанный
    

(τινος Diod.)

    ἀ. ἀπαλλάττειν или ἀπαλλάττεσθαι Lys., Plat. — быть освобожденным от наказания;
    ἀθῷον ἀφεῖναί τινα Dem. — отпустить без наказания (оправдать) кого-л.;
    οὐδὲ εἶς ἀδικήσας ἀ. διέφυγεν Men. — ни один провинившийся не ускользнул от наказания;
    πληγῶν ἀ. Arph. — не подлежащий телесному наказанию;
    ἀθῴους καθιστάναι τινάς Dem. — оставить безнаказанным кого-л.

    2) невиновный
    

ἀ. ἅπασι Dem. — ни в чем не виноватый;

    ἀ. ἀπό τινος NT. — невиновный в чем-л.

    3) не потерпевший ущерба, незадетый
    

ὅστις ἀ. τινος γέγονεν Dem. — всякий, кто не страдал от чего-л.

    4) не причиняющий ущерба, безвредный Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αθωος" в других словарях:

  • Άθωος — Ἄθωος, ον και ώη, ον (Α) [Ἄθως] αυτός που ανήκει στο όρος Άθως ή προέρχεται από εκεί …   Dictionary of Greek

  • Ἀθῷος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθῷος — scot free masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄθῳος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αθώος — α, ο 1. αυτός που δεν είναι ένοχος: Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος. 2. αυτός που αγνοεί κάτι: Είναι αθώος από τέτοια. 3. απονήρευτος, άκακος, αγνός: Αθώος, όπως ήταν, παρασύρθηκε από τον πονηρό φίλο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄθωος — Ἄθως mount Athos masc gen sg (attic epic ionic) Ἄθῳος masc nom sg Ἀθῶος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθῴων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῷος fem gen pl Ἀθῷος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθῴως — Ἄθῳος adverbial Ἄθῳος masc acc pl (doric) Ἀθῷος adverbial Ἀθῷος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθώων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῶος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθώως — Ἄθῳος adverbial Ἄθῳος masc acc pl (doric) Ἀθῶος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»